- κοΐζω
- κοΐζω (Α) [κοΐ]1. (για μικρούς χοίρους) κράζω «κοΐ»2. (για πρόσ.) γρυλλίζω σαν χοίρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοίζειν — κοίζω cry pres inf act (attic epic) κοΐζειν , κοίζω cry pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίξετε — κοίζω cry aor subj act 2nd pl (epic doric) κοίζω cry fut ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακοίξεις — κατά κοίζω cry aor subj act 2nd sg (epic doric) κατά κοίζω cry fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούζω — (Μ) φωνάζω, ξεφωνίζω, σκούζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοΐζω «γρυλλίζω»] … Dictionary of Greek